ασελγαίνω
Смотреть что такое "ασελγαίνω" в других словарях:
ἀσελγαίνω — to be pres subj act 1st sg ἀσελγαίνω to be pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασελγαίνω — ἀσελγαίνω (Α) φέρομαι ακόλαστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασελγής (πρβλ. υγιής < υγι αίνω)] … Dictionary of Greek
ασελγαίνω — και ασελγώ ησα, κάνω ασέλγεια, ακολασταίνω: Αποπειράθηκε να ασελγήσει σε ανήλικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσελγαίνῃ — ἀσελγαίνω to be pres subj mp 2nd sg ἀσελγαίνω to be pres ind mp 2nd sg ἀσελγαίνω to be pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠσελγημένα — ἀσελγαίνω to be perf part mp neut nom/voc/acc pl ἠσελγημένᾱ , ἀσελγαίνω to be perf part mp fem nom/voc/acc dual ἠσελγημένᾱ , ἀσελγαίνω to be perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀσελγέω perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσελγαινόντων — ἀσελγαίνω to be pres part act masc/neut gen pl ἀσελγαίνω to be pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσελγανοῦσιν — ἀσελγαίνω to be fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ἀσελγαίνω to be fut ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσελγαῖνον — ἀσελγαίνω to be pres part act masc voc sg ἀσελγαίνω to be pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσελγαίνει — ἀσελγαίνω to be pres ind mp 2nd sg ἀσελγαίνω to be pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσελγαίνοντα — ἀσελγαίνω to be pres part act neut nom/voc/acc pl ἀσελγαίνω to be pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσελγαίνοντι — ἀσελγαίνω to be pres part act masc/neut dat sg ἀσελγαίνω to be pres ind act 3rd pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)